έχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐χω
Ρήμα[επεξεργασία]
έχω, πρτ.: είχα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους ελλειπτικό ρήμα, βοηθητικό ρήμα 'χωρίς παθητική φωνή'
- κρατώ μαζί μου ή πάνω μου
- ↪ μήπως έχεις ένα στυλό;
- κατέχω κάτι, είμαι ιδιοκτήτης
- ↪ έχω αυτοκίνητο / σπίτι
- διατηρώ συγγενική / φιλική / ερωτική σχέση
- ↪ δεν έχει οικογένεια
- αισθάνομαι / συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
- ↪ τι έχεις και δε μας μιλάς;
- ↪ τις τελευταίες μέρες έχει πολλά νεύρα
- υποφέρω από κάτι
- ↪ έχω πονοκέφαλο
- ↪ έχει άσθμα
- οφείλω, πρέπει να κάνω κάτι
- ↪ έχω δουλειά τώρα, δεν μπορώ
- (γραμματική) βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
- ↪ έχω διαβάσει (παρακείμενος)
- ↪ είχες πει (υπερσυντέλικος)
- ↪ θα έχει χιονίσει (συντελεσμένος μέλλοντας)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δεν έχει για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
- ↪ Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
- δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
- έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα: προσέχω πάρα πολύ
- έχω το νου μου
- τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
- τα έχω χαμένα: έχω σαστίσει
- τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε: (ανεπίσημο) τον κάνει ό,τι θέλει
- όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση
- το ΄χω!: (ανεπίσημο) θα τα καταφέρω, μπορώ
- έχει σώας τας φρένας : (επίσημο) είναι ψυχικά υγιής, είναι νουνεχής
- τα έχω τετρακόσια: (προφορικό, ειρωνικό) έχει πνευματική διαύγεια
- Τι έχουμε εδώ; (μεταφορικά) Τι γίνεται / συνέβη εδώ;
[επεξεργασία]
- -ούχος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ούχος στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | έχω | είχα | θα έχω | να έχω | έχοντας | |
β' ενικ. | έχεις | είχες | θα έχεις | να έχεις | έχε | |
γ' ενικ. | έχει | είχε | θα έχει | να έχει | ||
α' πληθ. | έχουμε | είχαμε | θα έχουμε | να έχουμε | ||
β' πληθ. | έχετε | είχατε | θα έχετε | να έχετε | έχετε | |
γ' πληθ. | έχουν(ε) | είχαν είχαν(ε) |
θα έχουν(ε) | να έχουν(ε) |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έχω
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)