ter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ter (fr)

  1. για τρίτη φορά, τρις

Επίθετο[επεξεργασία]

ter (fr) άκλιτο

  1. χρησιμοποιείται σε άρθρα, παραγράφους, αριθμούς κατοικιών σε δρόμους, κ.λπ. για να εκφράσει την τρίτη έκφραση με τον ίδιο αριθμό



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ter (pt)