οφείλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀφείλω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οφείλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀφείλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈfi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐φεί‐λω

Ρήμα[επεξεργασία]

οφείλω, πρτ.: όφειλα, παθ.φωνή: οφείλομαι, μτχ.π.ε.: οφειλόμενος, π.πρτ.: οφειλόμουν, ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους

  1. χρωστώ (χρηματικό ποσό για κάτι που έχω αγοράσει ή ποσό που έχω δανειστεί)
    Τι σας οφείλω; (συνηθισμένη έκφραση για να ρωτήσουμε την τιμή ενός προϊόντος που αγοράσαμε ή την αμοιβή ενός τεχνίτη)
    Το ποσό αυτό οφείλεται στον κ. τάδε.
  2. χρωστάω (αναγνωρίζοντας ευεργεσία που έχω δεχτεί)
    Στους γονείς μου οφείλω το ζην και στους δασκάλους μου το ευ ζην.
  3. έχω ηθική υποχρέωση να κάνω κάτι
    Οφείλω να παραδεχτώ ότι είχα άδικο προηγουμένως.
     συνώνυμα: πρέπει να
  4. (ως απρόσωπο) → δείτε οφείλεται

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. οφείλω όφειλα θα οφείλω να οφείλω οφείλοντας
β' ενικ. οφείλεις όφειλες θα οφείλεις να οφείλεις όφειλε
γ' ενικ. οφείλει όφειλε θα οφείλει να οφείλει
α' πληθ. οφείλουμε οφείλαμε θα οφείλουμε να οφείλουμε
β' πληθ. οφείλετε οφείλατε θα οφείλετε να οφείλετε οφείλετε
γ' πληθ. οφείλουν(ε) όφειλαν
οφείλαν(ε)
θα οφείλουν(ε) να οφείλουν(ε)
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. οφείλομαι οφειλόμουν(α) θα οφείλομαι να οφείλομαι οφειλόμενος
β' ενικ. οφείλεσαι οφειλόσουν(α) θα οφείλεσαι να οφείλεσαι
γ' ενικ. οφείλεται οφειλόταν(ε) θα οφείλεται να οφείλεται
α' πληθ. οφειλόμαστε οφειλόμαστε
οφειλόμασταν
θα οφειλόμαστε να οφειλόμαστε
β' πληθ. οφείλεστε οφειλόσαστε
οφειλόσασταν
θα οφείλεστε να οφείλεστε οφείλεστε
γ' πληθ. οφείλονται οφείλονταν
οφειλόντουσαν
θα οφείλονται να οφείλονται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]