πρέπει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρέπει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέπει (είναι ταιριαστό), γ΄ ενικό του αρχαίου ρήματος πρέπω (απρόσωπη χρήση)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾe.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρέ‐πει
Ρήμα[επεξεργασία]
πρέπει, πρτ.: έπρεπε, ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους (απρόσωπο ρήμα)
- υπάρχει ηθική υποχρέωση να γίνει κάτι
- ↪ για να αποκτήσεις κάτι, πρέπει να το αγοράσεις
- ↪ δεν πρέπει να λες ψέματα
- είναι απαραίτητο να γίνει κάτι
- ↪ πρέπει να φας κάτι
- ↪ για να πετύχει το σκοπό της, έπρεπε να δουλέψει σκληρά
- (επιρρηματικά) μάλλον, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ισχύει κάτι
- ↪ θα πρέπει να με θεωρείς ανόητο, για να περιμένεις να σε πιστέψω!
- ↪ δεν πρέπει να έχει και πολλή αυτοπεποίθηση, είναι πάντα τόσο συγκρατημένος
- ταιριάζει, αρμόζει, αξίζει σε κάποιον
- ↪ στους νεκρούς για την πατρίδα πρέπει ιδιαίτερος σεβασμός και τιμή
- ↪ δεν σου έπρεπε μια τέτοια σχέση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- όπως πρέπει : όπως θεωρείται σωστό, όπως αρμόζει
- ό,τι πρέπει : ακριβώς ό,τι είναι ωφέλιμο ή χρήσιμο, ακριβώς ό,τι χρειάζεται
- ένα καλό φαγητό είναι ό,τι πρέπει μετά από μια κοπιαστική μέρα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρέπει
[επεξεργασία]
- ↑ πρέπει - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πρέπει
- (προσωπικό και απρόσωπο ρήμα) γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος grc
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Απρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)