πρέπει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρέπει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέπει (είναι ταιριαστό), γ΄ ενικό του αρχαίου ρήματος πρέπω (απρόσωπη χρήση)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾe.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρέ‐πει

Ρήμα[επεξεργασία]

πρέπει, πρτ.: έπρεπε, ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους (απρόσωπο ρήμα)

  1. υπάρχει ηθική υποχρέωση να γίνει κάτι
    για να αποκτήσεις κάτι, πρέπει να το αγοράσεις
    δεν πρέπει να λες ψέματα
  2. είναι απαραίτητο να γίνει κάτι
    πρέπει να φας κάτι
    για να πετύχει το σκοπό της, έπρεπε να δουλέψει σκληρά
  3. (επιρρηματικά) μάλλον, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ισχύει κάτι
    θα πρέπει να με θεωρείς ανόητο, για να περιμένεις να σε πιστέψω!
    δεν πρέπει να έχει και πολλή αυτοπεποίθηση, είναι πάντα τόσο συγκρατημένος
  4. ταιριάζει, αρμόζει, αξίζει σε κάποιον
    στους νεκρούς για την πατρίδα πρέπει ιδιαίτερος σεβασμός και τιμή
    δεν σου έπρεπε μια τέτοια σχέση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • όπως πρέπει : όπως θεωρείται σωστό, όπως αρμόζει
  • ό,τι πρέπει : ακριβώς ό,τι είναι ωφέλιμο ή χρήσιμο, ακριβώς ό,τι χρειάζεται
ένα καλό φαγητό είναι ό,τι πρέπει μετά από μια κοπιαστική μέρα

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πρέπει

  • (προσωπικό και απρόσωπο ρήμα) γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος grc