δεν
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεν < αρχαία ελληνική οὐδέν, ουδέτερο της αντωνυμίας οὐδείς
Μόριο[επεξεργασία]
δεν και δε
- αρνητικό μόριο που τίθεται πριν από ρηματικό τύπο οριστικής έγκλισης.
- Δε θα έρθω αύριο στο γραφείο.
- σε ερωτήσεις, αντί προτροπής
- Δεν έρχεσαι μαζί μας; ( = έλα μαζί μας)
- ανάμεσα σε επανάληψη του ίδιου ρήματος για να προσδώσει την έννοια του περίπου, σχεδόν
- έχει δεν έχει πέντε λεπτά που έφυγε
- πήρε δεν πήρε εκατό ευρώ
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το τελικό ν της λέξης "δεν" όπως και των άρθρων τον, την κ.λπ. αποβάλλεται πριν από εξακολουθητικό σύμφωνο
- δε θέλω, δε σε βρίζω, αλλά δεν πιστεύω, δεν αγαπώ