μόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόριο | τα | μόρια |
γενική | του | μορίου & μόριου |
των | μορίων |
αιτιατική | το | μόριο | τα | μόρια |
κλητική | μόριο | μόρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόριον (μέρος ενός όλου). Για την ανατομία και τη γραμματική, ελληνιστική σημασία. Για τα μόρια αξιολόγησης: άγνωστης ετυμολογίας[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μόριο ουδέτερο
- (φυσική) η μικρότερη ποσότητα ύλης που μπορεί να υπάρχει ελεύθερη χωρίς να χάνει τις ιδιότητές της
- ↪ Ένα μόριο νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου.
- (γραμματική)
- (ανατομία) οποιοδήποτε τμήμα του ανθρώπινου σώματος
- ↪ έπαθε θλάση μορίων στο μηρό
- (ανατομία) εξωτερικό τμήμα του γεννητικού οργάνου
- σύγχρονη μονάδα βαθμολογίας ή αξιολόγησης
- ↪ Για να προσληφθείτε χρειάζεστε αρκετά περισσότερα μόρια.
- ↪ Στις εξετάσεις πήγε πολύ καλά και μάζεψε αρκετά μόρια.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(φυσική)
τμήμα του ανθρώπινου σώματος
|
γεννητικό όργανο
|
μονάδα βαθμολογίας
|
[επεξεργασία]
- ↑ μόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)