μόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόριο | τα | μόρια |
γενική | του | μορίου | των | μορίων |
αιτιατική | το | μόριο | τα | μόρια |
κλητική | μόριο | μόρια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόριο < αρχαία ελληνική μόριον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μόριο ουδέτερο
- (φυσικές επιστήμες) η μικρότερη ποσότητα ύλης που μπορεί να υπάρχει ελεύθερη χωρίς να χάνει τις ιδιότητές της
- ένα μόριο νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου
- (γραμματική) άκλιτη λέξη που δεν ανήκει στα γνωστά δέκα μέρη του λόγου και χρησιμεύει π.χ. στο σχηματισμό χρόνων και εγκλίσεων ή αρνητικών προτάσεων
- το μόριο «δεν» γράφεται με τελικό ν πριν από...
- πολύ μικρή ποσότητα ύλης, σωματίδιο
- τμήμα του ανθρώπινου σώματος
- εξωτερικό τμήμα του γεννητικού οργάνου
- σύγχρονη μονάδα βαθμολογίας ή αξιολόγησης
φράσεις[επεξεργασία]
- το μόριό σου είναι σα μόριο (σκωπτικά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσικές επιστήμες
σωματίδιο
→ δείτε τη λέξη σωματίδιο |
τμήμα του ανθρώπινου σώματος
γεννητικό όργανο
μονάδα βαθμολογίας