Μετάβαση στο περιεχόμενο

particule

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
particule particules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

particule (fr) θηλυκό

  1. (γραμματική) το μόριο
  2. (φυσική) το σωματίδιο