σωματίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σωματίδιο | τα | σωματίδια |
γενική | του | σωματίδιου & σωματιδίου |
των | σωματίδιων & σωματιδίων |
αιτιατική | το | σωματίδιο | τα | σωματίδια |
κλητική | σωματίδιο | σωματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωματίδιο < αρχαία ελληνική σωματίδιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.maˈti.ði.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωματίδιο ουδέτερο
- μικροσκοπικό σώμα, δομικό συστατικό της ύλης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σωματίδιο στη Βικιπαίδεια