cząstka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cząstka | cząstki |
γενική | cząstki | cząstek |
δοτική | cząstce | cząstkom |
αιτιατική | cząstkę | cząstki |
οργανική | cząstką | cząstkami |
τοπική | cząstce | cząstkach |
κλητική | cząstko | cząstki |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]cząstka < υποκοριστικό του część
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cząstka (pl) θηλυκό