część
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | część | części |
γενική | części | części |
δοτική | części | częściom |
αιτιατική | część | części |
οργανική | częścią | częściami |
τοπική | części | częściach |
κλητική | części | części |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡ʃ̑ɛ̃w̃ɕʨ̑/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
część (pl) θηλυκό
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- lwia część: μερίδα του λέοντος