częściowo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡ʃ̑ɛ̃w̃ɕˈʨ̑ɔvɔ/
- ⓘ
Επίρρημα[επεξεργασία]
częściowo (pl)
- μερικά, μερικώς
- to jest częściowo zepsuty - (αυτό) είναι μερικώς χαλασμένο
- τμηματικά/τμηματικώς