częściowo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃ̑ɛ̃w̃ɕˈʨ̑ɔvɔ/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

częściowo (pl)

  1. μερικά, μερικώς
    to jest częściowo zepsuty - (αυτό) είναι μερικώς χαλασμένο
  2. τμηματικά/τμηματικώς

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  część (pl)