sexe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sexe | sexes |
sexe (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
- sexage
- sexisme
- sexiste
- sexologie
- sexologique
- sexologue
- sexonomie
- sexothérapeute
- sexothérapie
- sexualisation
- sexualiser
- sexualité
- sexué - sexuée
- sexuel - sexuelle
- sexuellement
- sexy