φύλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φύλο | τα | φύλα |
γενική | του | φύλου | των | φύλων |
αιτιατική | το | φύλο | τα | φύλα |
κλητική | φύλο | φύλα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φύλο < αρχαία ελληνική φῦλον < φύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φύλο ουδέτερο
- το καθένα από τα δύο γένη (ανδρικό - γυναικείο) στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα, ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα.
- (κατ' ευφημισμό) τα γεννητικά όργανα
- σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή και αυτόνομη κοινωνικοπολιτική συγκρότηση· φυλή
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρσενικό/θηλυκό