φύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰuH- (φαίνομαι, ανατέλλω, γίνομαι), συγγενές με τα (αρμενικά) բոյս - boys (φυτό), (σανσκριτικά) भवति - bhavati (γίνομαι), (λατινικά) fui (έγινα, υπήρξα), (λατινικά) futurus, (αγγλοσαξονικά) beon (αγγλικά be), (αλβανικά) bëj
Ρήμα
[επεξεργασία]φύω (παθητική φωνή: φύομαι)
- (+αιτιατική ή με δοτική και αιτιατική ή και αμετάβατο) παράγω, γεννώ, κάνω να φυτρώσει, βγάζω γένια, μουστάκια, τρίχες
- ⮡ ὅσα γῆ φύει
- ⮡ καρπόν τε θωμαστὸν φύειν καὶ ἄνδρας ἀγαθούς (η χώρα)
- ⮡ θεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας (οι θεοί φυτεύουν στον άνθρωπο το νου)
- ⮡ ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ᾽ ἀπολήγει (άλλη γενιά αφήνει απογόνους και άλλη τελειώνει)
- ⮡ ἡ ἱρείη αὐτόθι φύει πώγωνα μέγαν... (η ιέρεια βγάζει γένεια... όταν πρόκειται να τους βρει κακό)
- (μεταφορικά) φέρνω στο φως
- ⮡ χρόνος φύει τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται
- φύομαι: για τα φυτά, τα ζώα και τις τρίχες σήμαινε φυτρώνω, φύομαι (π.χ. πτέρωμα), ενώ για ανθρώπους σήμαινε γεννῶμαι. Επίσης είχε μεταφορική έννοια για κατι που προκύπτει, γεννιέται
- ⮡ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ (τρίχες)
- ⮡ πεφυκότα δένδρα (τα δέντρα που υπάρχουν, έχουν φυτρώσει εκεί)
- ⮡ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος [κακῶν] (αυτός έσπυρε και φταίει για τα κακά που φύτρωσαν -φύντων, πληθ. της μετοχής του ἔφυν)
- ⮡ μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον (καλύτερα να μη γεννιέται κανείς)
- ο αόριστος ἔφυν και ο παρακείμενος πέφυκα λειτουργούσαν και ως συνδετικά ρήματα (συχνά με απαρέμφατα) και σήμαιναν είμαι ή γεννήθηκα τέτοιου είδους ή είμαι πλασμένος έτσι, κάτι ορίζεται έτσι από τη φύση ή συνηθίζεται
- ⮡ εἰ μὴ κακὸς πέφυκα (εκτός και αν είμαι ανάξιος, κακός, αν γεννήθηκα κακός)
- ⮡ τὰ φύσει πεφυκότα (όπως είναι φυσικό να γίνεται)
- ⮡ φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν (από τη φύση σου ξέρω ότι δεν μπορείς αυτά να τα πεις)
- ⮡ ἄνθρωπος πεφυκώς (σαν άνθρωπος που είναι)
- ⮡ ὡς πέφυκε (όπως είναι φυσικό)
- ⮡ δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος (αυτό δεν είναι στη φύση μου να το κάνω)
- ⮡ γυνὴ ἐπὶ δακρύοις ἔφυ (η γυναίκα από τη φύση της είναι επιρρεπής στα δάκρυα)
- ⮡ πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος (ο θάνατος είναι για όλους ή η φύση ορίζει ότι ο θάνατος είναι η μοίρα όλων των θνητών)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Οι τύποι του ρήματος στην ενεργητική φωνή είναι φύω, ἔφυον, φύσω και ἔφυσα (απαρέμφατα ενεστώτα και αορίστου αντίστοιχα, φύειν και φῦσαι, μετοχές αντίστοιχες, φύων, φύουσα, φύον και φύσας, φύσασα, φῦσαν)
Στη μέση φωνή οι αρχικοί χρόνοι είναι φύομαι, ἐφυόμην, φύσομαι, ἔφυν, πέφυκα και ἐπεφύκειν. Τα απαρέμφατα ενεστώτα, μέλλοντα, αορίστου και παρακειμένου είναι αντίστοιχα φύεσθαι, φύσεσθαι, φῦναι και πεφυκέναι. Οι μετοχές των ίδιων χρόνων είναι φυόμενος-η-ον, φυσόμενος-η-ον, φύς-φῦσα-φύν και πεφυκώς-υῖα-ός Εντούτοις το μέσο ἔφυν είναι ως τύπος ενεργητικός αόριστος β', όπως ένεργητικοί τύποι είναι και το μέσο πέφυκα και ἐπεφύκειν
- δείτε τη μετοχή αορίστου φύσας στον ενικό σήμαινε ο πατέρας και στον πληθυντικό οἱ φύσαντες σήμαινε οι γονείς, ενώ ὁ φύς (μετοχή μέσου αορ. β΄), σήμαινε ο γιος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει (παροιμία: ο ναυτικός/ψαράς που πλήττεται, βάζει μυαλό)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Λέξεις φύω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- Λέξεις φύομαι @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως ενδεικτικά:
Συγγενικά
[επεξεργασία]- -φυής Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φυής στο Βικιλεξικό
- -φυΐα Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φυΐα στο Βικιλεξικό
επίσης: δείτε και τα συγγενικά τους:
Πηγές
[επεξεργασία]- φύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.