σανσκριτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σανσκριτικά < σανσκριτική संस्कृत (saṃ-skṛtá, “τέλειος, ολοκληρωμένος”)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σανσκριτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) αρχαία γλώσσα των Ινδιών, μέλος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, που υπήρξε η λειτουργική γλώσσα πολλών ινδικών θρησκειών, όπως ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός, ο Τζαϊνισμός και η θρησκεία των Σιχ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σανσκριτικά
- σανσκριτικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού