σανσκριτικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σανσκριτικό
- αιτιατική ενικού του σανσκριτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σανσκριτικός
σανσκριτικό