γεννώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γεννῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεννώ < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική γεννῶ, συνηρημένος τύπος του γεννάω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεν‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

γεννώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]