φαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
φαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαίνω

φαίνω

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
φαίνω < υφαίνω με • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

φαίνω

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
φαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαίνω

φαίνω

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
φαίνω < ὑφαίνω με • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

φαίνω

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh- (λάμπω)

φαίνω (μεσοπαθητική φωνή: φαίνομαι)

  1. λάμπω, ακτινοβολώ, ρίχνω φως, φωτίζω, φέγγω
    ※  ὃ δὴ νῦν κεκλήκαμεν ἥλιον, ἵνα ὅτι μάλιστα εἰς ἅπαντα φαίνοι τὸν οὐρανὸν (Πλάτων) (Χρειάζεται επεξεργασία)
    ἀγανή φαίνουσ᾽ ἐλπίς
  2. εμφανίζομαι και εμφανίζω, φαίνομαι, φανερώνομαι (όπως για την ανατολή ουράνιων σωμάτων και της Ηούς)
    ※  ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ, πᾶσ᾽ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη δεινὸν ἐβεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε ψάμμῳ κυανέη
    Καὶ πάλε τ' ἁρμυρὰ νερὰ σὰν τὰ ξαναρουφοῦσε, ἀνάκατη ἀπομέσαθε φαινόταν, καὶ βροντοῦσε ὁ βράχος γύρω φοβερά, καὶ κάτου ἡ γῆς φαινόταν μαύρη ἀπ' τὸν ἄμμο (Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης)
    ΣτΕ: το φάνεσκε ιωνικός αόριστος. ενεργητικής φωνής γ΄πρόσωπο.
    πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό
    ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς
    πόθεν φαίνῃ; : από πού εμφανίστηκε, από πού ήρθε αυτός;
    καὶ ἅμα μὲν ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῦ Κῦρος 'φαίνοιτο: δε φαινόταν πουθενά ο Κύρος
  3. έρχομαι στη ζωή, πρωτοεμφανίζομαι, γεννιέμαι, αλλά και γίνομαι στην πορεία με τη συμπεριφορά μου, (πιο ισχυρό από το απλώς φαίνομαι σαν)
    φανεὶς δύστηνος : γεννημένος μέσα στη δυστυχία
    δοῦλος λόγοισιν ἀντ᾽ ἐλευθέρου φανείς
    δμῳάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι
    εὔνοος ἐφαίνετο ἐών
    ※  έκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι ( Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, 7.7.28)
  4. δείχνω, επιδεικνύω
    φαίνειν ἀρετήν, βίην, εὐμαχανίαν, εὔνοιαν, ὕβριν, ὀργάς
  5. φέρνω στο φως, αποκαλύπτω, καταγγέλλω σε δημόσια αρχή, ξεμπροστιάζω, υποδεικνύω,
    τὸν μιαρὸν τῷ χρόνῳ ἀποδόντες φῆναι
    φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσι
  6. κάνω κάτι να ηχήσει καθαρά
    ἀοιδὴν φαίνειν

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
φαιν-, φαν- 

και

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

  • ενεστ. επικός τύποςφαείνω και ιωνικός τύποςφανέω, παρατ. ἔφαινον αόρ. ἔφηνα και δωρικός τύποςἔφανα μέλλ. φανῶ, παρακ. πέφαγκα και πεφάνηκα
  • ενστ. φαίνομαι, παρατ. ἐφαινόμην, αόρ. ἐφάνθην και ἐφάνην και επικός τύποςφάνην και ἐφηνάμην, μέλλ. φανήσομαι και φανοῦμαι και ιωνικός τύποςφανέομαι, παρακ.πέφασμαι και πέφηνα, υπερσ. ἐπεφήνειν (και μεταγενέστερος ἐπεφάσμην)
  • μετοχές: εν. φαίνων, φαίνουσα, φαῖνον, μελ. φανῶν, φανοῦσα, φανοῦν, αορ. φήνας, φήνασα, φῆναν, παρακ. πεφαγκώς, πεφαγκυῖα, πεφαγκός,
  • εν. φαινόμενος, φαινομένη, φαινόμενον, μελ. φανούμενος,η,ον και φανησόμενος,η,ον, αορ. φανθείς, φανθεῖσα, φανθέν και φανείς, φανεῖσα, φανέν, παρακ. πεφασμένος, πεφασμένη, πεφασμένον και πεφηνώς
  • απαρέμφατα φαίνειν μέλ. φανεῖν, αορ. φῆναι, παρακ. πεφαγκέναι
  • απαρ. μέσης φαίνεσθαι, μελλ. φανεῖσθαι και φανήσεσθαι και δωρικός τύποςφανήσειν, αορ. φανθῆνναι και φανῆνναι (και -φήνασθαι σε σύνθετα), παρακ. πεφάνθαι και πεφηνέναι