φαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- φαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαίνω
Ρήμα 1
[επεξεργασία]φαίνω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- φαίνω < υφαίνω με • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα 2
[επεξεργασία]φαίνω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Όροι με φαίνω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- φαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαίνω
Ρήμα 1
[επεξεργασία]φαίνω
- φαίνομαι < φαίνω
- ※ ἀληθῶς τεκμηριοῦσθαι βουλομένῳ φανήσεται (⌘ Προκόπιος, Περί Πολ.)
- υφαίνω < ὑφαίνω
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- φαίνω < ὑφαίνω με • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα 2
[επεξεργασία]φαίνω
- υφαίνω, φαίνω
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh- (λάμπω)
Ρήμα
[επεξεργασία]φαίνω (μεσοπαθητική φωνή: φαίνομαι)
- λάμπω, ακτινοβολώ, ρίχνω φως, φωτίζω, φέγγω
- ※ ὃ δὴ νῦν κεκλήκαμεν ἥλιον, ἵνα ὅτι μάλιστα εἰς ἅπαντα φαίνοι τὸν οὐρανὸν (Πλάτων) (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ↪ ἀγανή φαίνουσ᾽ ἐλπίς
- εμφανίζομαι και εμφανίζω, φαίνομαι, φανερώνομαι (όπως για την ανατολή ουράνιων σωμάτων και της Ηούς)
- ※ ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ, πᾶσ᾽ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη δεινὸν ἐβεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε ψάμμῳ κυανέη
- ↪ πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό
- ↪ ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς
- ↪ πόθεν φαίνῃ; : από πού εμφανίστηκε, από πού ήρθε αυτός;
- ↪ καὶ ἅμα μὲν ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῦ Κῦρος 'φαίνοιτο: δε φαινόταν πουθενά ο Κύρος
- έρχομαι στη ζωή, πρωτοεμφανίζομαι, γεννιέμαι, αλλά και γίνομαι στην πορεία με τη συμπεριφορά μου, (πιο ισχυρό από το απλώς φαίνομαι σαν)
- ↪ φανεὶς δύστηνος : γεννημένος μέσα στη δυστυχία
- ↪δοῦλος λόγοισιν ἀντ᾽ ἐλευθέρου φανείς
- ↪δμῳάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι
- ↪εὔνοος ἐφαίνετο ἐών
- ※ έκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι (⌘ Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, 7.7.28)
- δείχνω, επιδεικνύω
- ↪ φαίνειν ἀρετήν, βίην, εὐμαχανίαν, εὔνοιαν, ὕβριν, ὀργάς
- φέρνω στο φως, αποκαλύπτω, καταγγέλλω σε δημόσια αρχή, ξεμπροστιάζω, υποδεικνύω,
- ↪τὸν μιαρὸν τῷ χρόνῳ ἀποδόντες φῆναι
- ↪ φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσι
- κάνω κάτι να ηχήσει καθαρά
- ↪ἀοιδὴν φαίνειν
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
φαιν-, φαν-
φαιν-, φαν-
- -φαίνω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φαίνω στο Βικιλεξικό
- -φανής Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φανής στο Βικιλεξικό
- -φαντος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φαντος στο Βικιλεξικό
και
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]- ενεστ. επικός τύπος φαείνω και ιωνικός τύπος φανέω, παρατ. ἔφαινον αόρ. ἔφηνα και δωρικός τύπος ἔφανα μέλλ. φανῶ, παρακ. πέφαγκα και πεφάνηκα
- ενστ. φαίνομαι, παρατ. ἐφαινόμην, αόρ. ἐφάνθην και ἐφάνην και επικός τύπος φάνην και ἐφηνάμην, μέλλ. φανήσομαι και φανοῦμαι και ιωνικός τύπος φανέομαι, παρακ.πέφασμαι και πέφηνα, υπερσ. ἐπεφήνειν (και μεταγενέστερος ἐπεφάσμην)
- μετοχές: εν. φαίνων, φαίνουσα, φαῖνον, μελ. φανῶν, φανοῦσα, φανοῦν, αορ. φήνας, φήνασα, φῆναν, παρακ. πεφαγκώς, πεφαγκυῖα, πεφαγκός,
- εν. φαινόμενος, φαινομένη, φαινόμενον, μελ. φανούμενος,η,ον και φανησόμενος,η,ον, αορ. φανθείς, φανθεῖσα, φανθέν και φανείς, φανεῖσα, φανέν, παρακ. πεφασμένος, πεφασμένη, πεφασμένον και πεφηνώς
- απαρέμφατα φαίνειν μέλ. φανεῖν, αορ. φῆναι, παρακ. πεφαγκέναι
- απαρ. μέσης φαίνεσθαι, μελλ. φανεῖσθαι και φανήσεσθαι και δωρικός τύπος φανήσειν, αορ. φανθῆνναι και φανῆνναι (και -φήνασθαι σε σύνθετα), παρακ. πεφάνθαι και πεφηνέναι
Πηγές
[επεξεργασία]- φαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Σελίδες για μορφοποίηση
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)