φαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
- φαίνω < αρχαία ελληνική φαίνω
- φαίνω < υφαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
φαίνω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φαίνω
- ἀληθῶς τεκμηριοῦσθαι βουλομένῳ φανήσεται (Προκόπιος, Περί Πολ.)
- υφαίνω < ὑφαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαίνω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh- (λάμπω)
Ρήμα[επεξεργασία]
φαίνω (μέσο: φαίνομαι)
- λάμπω, ακτινοβολώ, ρίχνω φως, φωτίζω, φέγγω
- ὃ δὴ νῦν κεκλήκαμεν ἥλιον, ἵνα ὅτι μάλιστα εἰς ἅπαντα φαίνοι τὸν οὐρανὸν (Πλάτων)
- ἀγανή φαίνουσ᾽ ἐλπίς
- εμφανίζομαι και εμφανίζω, φαίνομαι, φανερώνομαι
- ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ, πᾶσ᾽ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη δεινὸν ἐβεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε ψάμμῳ κυανέη : Καὶ πάλε τ' ἁρμυρὰ νερὰ σὰν τὰ ξαναρουφοῦσε, ἀνάκατη ἀπομέσαθε φαινόταν, καὶ βροντοῦσε ὁ βράχος γύρω φοβερά, καὶ κάτου ἡ γῆς φαινόταν μαύρη ἀπ' τὸν ἄμμο (Εφταλιώτης) (το φάνεσκε ιων. αορ. ενεργ. φωνής γ΄πρόσωπο)
- πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό
- ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς
- πόθεν φαίνῃ; : από πού εμφανίστηκε, από πού ήρθε αυτός;
- καὶ ἅμα μὲν ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῦ Κῦρος 'φαίνοιτο: δε φαινόταν πουθενά ο Κύρος
- έρχομαι στη ζωή, πρωτοεμφανίζομαι, γεννιέμαι, αλλά και γίνομαι στην πορεία με τη συμπεριφορά μου, (πιο ισχυρό από το απλώς φαίνομαι σαν)
- φανεὶς δύστηνος : γεννημένος μέσα στη δυστυχία
- δοῦλος λόγοισιν ἀντ᾽ ἐλευθέρου φανείς
- δμῳάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι
- εὔνοος ἐφαίνετο ἐών
- δείχνω, επιδεικνύω
- φαίνειν ἀρετήν, βίην, εὐμαχανίαν, εὔνοιαν, ὕβριν, ὀργάς
- φέρνω στο φως, αποκαλύπτω, καταγγέλλω σε δημόσια αρχή, ξεμπροστιάζω, υποδεικνύω,
- τὸν μιαρὸν τῷ χρόνῳ ἀποδόντες φῆναι
- φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσι
- κάνω κάτι να ηχήσει καθαρά
- ἀοιδὴν φαίνειν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- ενεστ. επικός τύπος φαείνω και ιωνικός τύπος φανέω, παρατ. ἔφαινον αόρ. ἔφηνα και δωρικός τύπος ἔφανα μέλλ. φανῶ, παρακ. πέφαγκα και πεφάνηκα
- ενστ. φαίνομαι, παρατ. ἐφαινόμην, αόρ. ἐφάνθην και ἐφάνην και επικός τύπος φάνην και ἐφηνάμην, μέλλ. φανήσομαι και φανοῦμαι και ιωνικός τύπος φανέομαι, παρακ.πέφασμαι και πέφηνα, υπερσ. ἐπεφήνειν (και μεταγενέστερος ἐπεφάσμην)
- μετοχές: εν. φαίνων, φαίνουσα, φαῖνον, μελ. φανῶν, φανοῦσα, φανοῦν, αορ. φήνας, φήνασα, φῆναν, παρακ. πεφαγκώς, πεφαγκυῖα, πεφαγκός,
- εν. φαινόμενος, φαινομένη, φαινόμενον, μελ. φανούμενος,η,ον και φανησόμενος,η,ον, αορ. φανθείς, φανθεῖσα, φανθέν και φανείς, φανεῖσα, φανέν, παρακ. πεφασμένος, πεφασμένη, πεφασμένον και πεφηνώς
- απαρέμφατα φαίνειν μέλ. φανεῖν, αορ. φῆναι, παρακ. πεφαγκέναι
- απαρ. μέσης φαίνεσθαι, μελλ. φανεῖσθαι και φανήσεσθαι και δωρικός τύπος φανήσειν, αορ. φανθῆνναι και φανῆνναι (και -φήνασθαι σε σύνθετα), παρακ. πεφάνθαι και πεφηνέναι
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ἀναφαίνω
- ἀποφαίνω
- ἀνταποφαίνω
- ἐμφαίνω
- ἐπιφαίνω
- ἐκφαίνω
- διαφαίνω
- καταφαίνω
- περιφαίνω
- προφαίνω
- προαποφαίνω
- προσαποφαίνω
- συναποφαίνομαι
- ὑποφαίνω
- αἰγλοφανής
- αἱμοφανής
- αὐτοφανής
- γαιοφανής
- γεωφανής
- ἀγαθοφανής
- ἀγριοφανής
- ὑγροφανής
- γυμνοφανής
- ἀγχιφανής
- δεξιοφανής
- δηλοφανής
- δημοφανής
- δικαιοφανής
- δουλοφανής
- δυσφανής
- εἰδωλοφανής
- ἀειφανής
- εὐλογοφανής
- ἱεροφάντης
- εἰσφαίνω
- θειοφανής
- θηλυφανής
- θηροφανής
- καινοφανής
- ἀκραιφνής
- ἀκροφανής
- κρυσταλλοφανής
- ἐλαιοφανής
- λαμπροφανής
- Λεξιφάνης
- ἐλεφαντοφανής
- λιθαργυροφανής
- ἀλλοφανής
- ἀμαυροφανής
- μεγαλοφανής
- μεσοφανής
- μετεωροφανής
- ἀμμοφανής
- ὁμοιοφανής
- μολυβδοφανής
- ἡμιφανής
- ἀμφιφανής
- ἐνιαθτοφανής
- ἐναντιοφανής
- ναρθηκοφανής
- νεβροφανής
- ἀντιφαίνω
- νυκτιφανής
- ξυλοφανής
- ἀξιοφανής
- ἐξωφανής
- παμφανής
- πεζοφανής
- ὑπερφαίνομαι
- περιφαίνομαι
- ὀπισθοφανής
- παλαιοφανής
- ὑπνοφανής
- παναφανής
- πολυφανής
- προσθοφανής
- προσφαίνομαι
- παραφαίνω
- πυριφανής
- πρωτοφανής
- πασιφανής
- πτωχοφανής
- Ἀριστοφάνης
- ἀρρενοφανής
- ἀρτιφανής
- ἀρχαιοφανής
- σαρκοφανής
- σκιοφανής
- συμφαίνομαι
- σολοικοφανής
- ἰσοφανής
- ὑστεροφανής
- ταυτοφανής
- ταυροφανής
- ἑτεροφανής
- τηλεφανής
- φαινομηρίς
- φαινόπους
- φαινοπροσωπέω
- Φαίνων
- φαῖνοψ
- ὀφθαλμοφανής
- φανάπτης
- ἀφανής
- φανητιασμός
- φανόπτης
- φρουράν φαῖνω
- χαλκοφανής
- χρυσοφανής
- ὑψηλοφανής
- ψιμυθιοφανής
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- «φαίνω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «φαίνω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Σελίδες για μορφοποίηση
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)