φαινομηρίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαινομηρίς < αρχαία ελληνική φαίνω + μηρός

Επίθετο[επεξεργασία]

φαινομηρίς θηλυκό, γεν. -ίδος

  • η γυναίκα ή το κορίτσι που φορά σχιστό φόρεμα με αποτέλεσμα να φαίνεται ο μηρός της· λέγεται κατεξοχήν για τις αρχαίες Σπαρτιάτισσες

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1653