φανερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φανερός | η | φανερή | το | φανερό |
γενική | του | φανερού | της | φανερής | του | φανερού |
αιτιατική | τον | φανερό | τη | φανερή | το | φανερό |
κλητική | φανερέ | φανερή | φανερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φανεροί | οι | φανερές | τα | φανερά |
γενική | των | φανερών | των | φανερών | των | φανερών |
αιτιατική | τους | φανερούς | τις | φανερές | τα | φανερά |
κλητική | φανεροί | φανερές | φανερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φανερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φανερός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.neˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νε‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
φανερός, -ή, -ό
- που μπορεί κανείς να τον δει, ορατός
- που όλοι βλέπουν χωρίς δυσκολία, ολοφάνερος, έκδηλος, προφανής
- που γίνεται χωρίς προσπάθεια απόκρυψης
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φαίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ φανερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φανερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φανερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)