προφανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προφανής αρσενικό ή θηλυκό, προφανές ουδέτερο
- που γίνεται αμέσως αντιληπτός και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, πρόδηλος, ολοφάνερος
- προφανές συμπέρασμα