απόκρυψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόκρυψη | οι | αποκρύψεις |
γενική | της | απόκρυψης* | των | αποκρύψεων |
αιτιατική | την | απόκρυψη | τις | αποκρύψεις |
κλητική | απόκρυψη | αποκρύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόκρυψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόκρυ(ψις) (εξαφάνιση) > -ψη κατά τη σημασία του αποκρύπτω [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.kɾi.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐κρυ‐ψη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόκρυψη θηλυκό
- η πράξη της διατήρησης του μυστικού
- η κατάσταση του να είναι κάτι κρυμμένο
- (στρατιωτικά) η προστασία από την παρατήρηση ή την παρακολούθηση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
{βλ|και=1|κρύψιμο}}
απόκρυψη
[επεξεργασία]
- ↑ απόκρυψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα από- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)