μυστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυστικό τα μυστικά
      γενική του μυστικού των μυστικών
    αιτιατική το μυστικό τα μυστικά
     κλητική μυστικό μυστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του μυστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυστικό ουδέτερο

  • πληροφορία που είναι γνωστή από ένα μόνο άτομο ή από μικρό κύκλο ατόμων, η οποία πρέπει να παραμείνει κρυφή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μυστικό