μυστικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μυστικό | τα | μυστικά |
| γενική | του | μυστικού | των | μυστικών |
| αιτιατική | το | μυστικό | τα | μυστικά |
| κλητική | μυστικό | μυστικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του μυστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυστικό ουδέτερο
- πληροφορία που είναι γνωστή από ένα μόνο άτομο ή από μικρό κύκλο ατόμων, η οποία πρέπει να παραμείνει κρυφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μυστικό