πληροφορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Απλοποίηση επιστημονικών ορισμών ώστε να είναι κάπως κατανοητοί από μη εξειδικευμένους αναγνώστες --sarri.greek (συζήτηση) 12:14, 19 Μαΐου 2019 (UTC).


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πληροφορία οι πληροφορίες
      γενική της πληροφορίας των πληροφοριών
    αιτιατική την πληροφορία τις πληροφορίες
     κλητική πληροφορία πληροφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πληροφορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πληροφορία < αρχαία ελληνική πλήρης + φέρω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική renseignement ή enseignement[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pli.ɾo.foˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλη‐ρο‐φο‐ρί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πληροφορία θηλυκό

  1. (καθομιλουμένη) στοιχείο που ενημερώνει, που βοηθά κάποιον να γνωρίσει κάτι
    1. δημοσιογραφικό στοιχείο (ή στοιχεία) που αποδίδονται σε πηγή που δεν αποκαλύπτεται
      • σύμφωνα με πληροφορίες ο πρωθυπουργός επιδιώκει εκλογές γιατί θεωρεί εφικτή την αυτοδυναμία
    2. (στον πληθυντικό) γραφείο ή τμήμα που δίνει επεξηγήσεις
      • πήγα στις πληροφορίες και μου είπαν ότι το γραφείο είναι κλειστό
    3. (στον πληθυντικό) αγγελίες (σε εφημερίδες ή ιστοσελίδες)
  2. επιστημονικοί όροι
    1. (κυβερνητική) μήνυμα σε μορφή κώδικα
    2. γενετική πληροφορία
    3. (φυσική, κβαντική μηχανική) δεδομένο που προκύπτει καθώς γεννάται η σχέση παρατηρούμενου αντικειμένου και αντικειμένου πρόσκρουσης κατά την μέτρηση, προκαλούμενο δεδομένο σχέσης-συσχέτισης
    4. (κβαντική χρωμοδυναμική) ποσότητα ενέργειας, πυκνή πληροφοριακά κυματοσυνάρτηση δύναται να προκαλέσει περισσότερες αλλαγές κατάστασης καθώς εντροπίζεται-διαχέεται, ποσότητα πληροφορίας και ενέργεια ταυτίζονται σαν έννοιες στην κβαντική χρωμοδυναμική (στη καθημερινή ζωή ξέρουμε ότι τα FM εμπεριέχουν περισσότερη πληροφορία, ενέργεια και συχνότητα απ' τα AM ανά μονάδα χρόνου)
    5. (θεωρία της πληροφορίας) τυχαία τιμή ή συνδυασμός τιμών εντός της επιτρεπόμενης πληροφοριακής εντροπίας χωρίς αναγκαστικά να μεταφέρει σημασιολογικό κώδικα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πληροφορί αἱ πληροφορίαι
      γενική τῆς πληροφορίᾱς τῶν πληροφοριῶν
      δοτική τῇ πληροφορί ταῖς πληροφορίαις
    αιτιατική τὴν πληροφορίᾱν τὰς πληροφορίᾱς
     κλητική ! πληροφορί πληροφορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πληροφορί
γεν-δοτ τοῖν  πληροφορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

πληροφορία < πληροφορ(έω), (ῶ) + -ία < πλήρης + φέρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πληροφορία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]