πλήρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλήρης | η | πλήρης | το | πλήρες |
γενική | του | πλήρους | της | πλήρους | του | πλήρους |
αιτιατική | τον | πλήρη | την | πλήρη | το | πλήρες |
κλητική | πλήρη(ς) | πλήρης | πλήρες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλήρεις | οι | πλήρεις | τα | πλήρη |
γενική | των | πλήρων | των | πλήρων | των | πλήρων |
αιτιατική | τους | πλήρεις | τις | πλήρεις | τα | πλήρη |
κλητική | πλήρεις | πλήρεις | πλήρη | |||
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλήρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλήρης[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpli.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλή‐ρης
- τονικό παρώνυμο: πληροίς
Επίθετο[επεξεργασία]
πλήρης, -ης, -ες
- που έχει γεμίσει και δε χωράει άλλο
- με μεγάλη ποσότητα από κάτι, γεμάτος
- ↪ πλήρης ημερών: για κάποιον που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα
- (μεταφορικά) πλήρης χαράς
- ολοκληρωμένος, χωρίς ελλείψεις
- στον υπέρτατο βαθμό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλήρης
[επεξεργασία]
- ↑ πλήρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλήρης < υποθετικό ουσιαστικό *πλῆ-ρος < θέμα πλη- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁- + -ρος όπως και σε ομόρριζα π.χ. λατινική plerus [1]
Επίθετο[επεξεργασία]
πλήρης, -ης, -ες
Πηγές[επεξεργασία]
- πλήρης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλήρης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'πλήρης' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)