πληρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληρότητα < ελληνιστική κοινή πληρότης < αρχαία ελληνική πλήρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πληρότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος πλήρης / κάτι πλήρες, η ιδιότητα ή η κατάσταση του πλήρους
- (φιλοσοφία) το να αισθάνεται κάποιος καλυμμένος και πλήρης απ’ όλες τις απόψεις ή πλευρές, ιδίως εσωτερικά / ψυχικά
- το ποσοστό κάλυψης των διαθέσιμων επιλογών (π.χ. δωμάτια σε ξενοδοχεία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πλήρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληρότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)