ποσοστό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποσοστό | τα | ποσοστά |
γενική | του | ποσοστού | των | ποσοστών |
αιτιατική | το | ποσοστό | τα | ποσοστά |
κλητική | ποσοστό | ποσοστά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποσοστό < πόσο + -οστό (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pourcentage ή tantième)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποσοστό ουδέτερο
- τμήμα ενός συνολικού ποσού (Χ τοις εκατό - % ή τοις χιλίοις - ‰)
- (κατ’ επέκταση) μέρος ενός συνόλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ποσοστιαία
- ποσοστιαίος
- ποσοστιαίως
- ποσοστικά
- ποσοστικοποίηση
- ποσοστικός
- ποσόστωση
- → δείτε τη λέξη πόσος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)