ποσοστό
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ποσοστό | ποσοστά |
γενική | ποσοστού | ποσοστών |
αιτιατική | ποσοστό | ποσοστά |
κλητική | ποσοστό | ποσοστά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποσοστό < πόσο + -οστό (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική pourcentage ή tantième)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔ.sɔ.ˈstɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποσοστό ουδέτερο
- τμήμα ενός συνολικού ποσού (Χ τοις εκατό - % ή τοις χιλίοις - ‰)
- (κατ’ επέκταση) μέρος ενός συνόλου
[επεξεργασία]
- ποσοστιαία
- ποσοστιαίος
- ποσοστιαίως
- ποσοστικά
- ποσοστικοποίηση
- ποσοστικός
- ποσόστωση
- → δείτε τη λέξη: πόσος