percentage
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]percentage (en)
- το ποσοστό, ποσοστιαίος, κλασματικό μέρος ποσού, που εκφράζει σχέσεις
- ⮡ What percentage of the population is/are overweight?
- Ποιο ποσοστό του πληθυσμού είναι υπέρβαροι;
- ⮡ Only a small percentage of our students passed.
- Μόνο ένα μικρό ποσοστό από τους μαθητές μας πέτυχε.
- ⮡ A high percentage of the female staff are part-time workers.
- Ένα υψηλό ποσοστό του γυναικείου προσωπικού είναι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση.
- ⮡ The figure is expressed as a percentage.
- Ο αριθμός εκφράζεται ως ποσοστό.
- ⮡ The results were analyzed in percentage terms.
- Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν σε ποσοστιαίους όρους.
- ⮡ Interest rates are expected to rise by one percentage point.
- Οι επιτόκια αναμένονται να αυξηθούν κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
- ≈ συνώνυμα: percent
- ⮡ What percentage of the population is/are overweight?
- το ποσοστό, ποσοστιαίος, ένα μερίδιο από τα κέρδη από κάτι
- ⮡ He gets a percentage for every car sold.
- Παίρνει ποσοστό για κάθε αυτοκίνητο που πωλείται.
- ⮡ The artist's agent receives commission on a percentage basis.
- Ο πράκτορας του καλλιτέχνη παίρνει προμήθεια με ποσοστιαία βάση.
- ⮡ He gets a percentage for every car sold.