Μετάβαση στο περιεχόμενο

percentage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
percentage < percent + -age

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

percentage (en)

  1. το ποσοστό, ποσοστιαίος, κλασματικό μέρος ποσού, που εκφράζει σχέσεις
      What percentage of the population is/are overweight?
    Ποιο ποσοστό του πληθυσμού είναι υπέρβαροι;
      Only a small percentage of our students passed.
    Μόνο ένα μικρό ποσοστό από τους μαθητές μας πέτυχε.
      A high percentage of the female staff are part-time workers.
    Ένα υψηλό ποσοστό του γυναικείου προσωπικού είναι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση.
      The figure is expressed as a percentage.
    Ο αριθμός εκφράζεται ως ποσοστό.
      The results were analyzed in percentage terms.
    Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν σε ποσοστιαίους όρους.
      Interest rates are expected to rise by one percentage point.
    Οι επιτόκια αναμένονται να αυξηθούν κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
     συνώνυμα: percent
  2. το ποσοστό, ποσοστιαίος, ένα μερίδιο από τα κέρδη από κάτι
      He gets a percentage for every car sold.
    Παίρνει ποσοστό για κάθε αυτοκίνητο που πωλείται.
      The artist's agent receives commission on a percentage basis.
    Ο πράκτορας του καλλιτέχνη παίρνει προμήθεια με ποσοστιαία βάση.