άδειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άδειος < αρχαία ελληνική ἄδειος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άδειος, -α, -ο
- χωρίς περιεχόμενο
- το ποτήρι δεν έχει καθόλου νερό, είναι άδειο
- (για χώρους) χωρίς ανθρώπους
- (για θέση) που δεν είναι κατειλημμένος
- (μεταφορικά) χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό
- η ζωή μου είναι άδεια
- που αδειάζει, που έχει ελεύθερο χρόνο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα: προσπαθώ να εκμαιεύσω πληροφορίες, "ψαρεύω"