empty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | empty |
συγκριτικός | emptier |
υπερθετικός | emptiest |
empty (en)
- άδειος, αδειανός
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
empty (en)
- (θεωρία συνόλων) το κενό σύνολο
- δείτε επίσης: empty set στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | empty |
γ΄ ενικό ενεστώτα | empties |
αόριστος | emptied |
παθητική μετοχή | emptied |
ενεργητική μετοχή | emptying |
empty (en)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
empty (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια