full
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | full |
συγκριτικός | fuller |
υπερθετικός | fullest |
full (en)
- γεμάτος
- ↪ The street is full of bikes.
- Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα.
- ↪ The street is full of bikes.
- (ανεπίσημο) φαγωμένος, χόρτασα
- ↪ We were full so we didn’t go to the restaurant.
- Ήμασταν φαγωμένοι οπότε δεν πήγαμε στο εστιατόριο.
- ↪ We were full so we didn’t go to the restaurant.