full

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός full
συγκριτικός fuller
υπερθετικός fullest

Επίθετο[επεξεργασία]

full (en)

  1. γεμάτος, που έχει μεγάλη ποσότητα από κάτι ή κάποιον
    The street is full of bikes.
    Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα.
  2. φαγωμένος, χόρτασα, έχω φάει αρκετά
    We were full so we didn’t go to the restaurant.
    Ήμασταν φαγωμένοι οπότε δεν πήγαμε στο εστιατόριο.
    I don’t want any more food, I am full.
    Δεν θέλω άλλο φαγητό, χόρτασα.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]