in full

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in full < → δείτε τις λέξεις in και full

Έκφραση[επεξεργασία]

in full (en)

  • (ιδιωματισμός) πλήρως, συμπεριλαμβάνω το σύνολο του κάτι
    Write your name in full.
    Γράψτε το όνομά σας πλήρως.
    I pay a debt in full.
    Εξοφλώ πλήρως ένα χρέος.

Πηγές[επεξεργασία]