Μετάβαση στο περιεχόμενο

fully

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός fully
συγκριτικός more fully
υπερθετικός most fully

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fully < full + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

fully (en)

  • πλήρως
      I am fully satisfied.
    Είμαι πλήρως ικανοποιημένος.
      I fully pay off a debt.
    Εξοφλώ πλήρως ένα χρέος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη completely

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]