fully fledged

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fully fledged < → δείτε τις λέξεις fully και fledged

Επίθετο[επεξεργασία]

fully fledged (en) (βρετανικά αγγλικά)

  • κανονικός, πλήρως ανεπτυγμένος
    Now he is a fully fledged lawyer.
    Τώρα πια είναι κανονικός δικηγόρος.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]