κανονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανονικός < ελληνιστική κοινή κανονικός < κανών
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.nɔ.ni.'kɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
κανονικός, -ή, -ό
- που είναι σύμφωνος με έναν κανόνα
- (γεωμετρία) που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες του ίσες
- Όλες οι γωνίες ενός κανονικού τριγώνου είναι 60 μοίρες.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανονικός