κανόνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κανόνας | οι | κανόνες |
γενική | του | κανόνα | των | κανόνων |
αιτιατική | τον | κανόνα | τους | κανόνες |
κλητική | κανόνα | κανόνες | ||
όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανόνας < αρχαία ελληνική κανών
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ˈnɔ.nas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανόνας αρσενικό
- ρυθμίσεις, νόμοι η άλλες αρχές που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται κάτι
- γενική αρχή που περιγράφει τη λειτουργία της φύσης, των μαθηματικών, κλπ
- αυτό που είναι το συνηθισμένο, που συνήθως συμβαίνει, σε αντίθεση με την εξαίρεση
- τα βιβλία της Βίβλου που θεωρούνται γνήσια από την Εκκλησία
- μακρύ ορθογώνιο όργανο συνήθως από ξύλο ή μέταλλο που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών γραμμών
- εκκλησιαστικός ύμνος που αποτελείται από εννέα ωδές, οι οποίες αντιστοιχούσαν αρχικά με τις εννέα ωδές της Βίβλου
- μουσικό είδος στο οποίο η μελωδία επαναλαμβάνεται από άλλες φωνές που ξεκινάνε σε τακτά χρονικά διαστήματα