rule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rule | rules |
rule (en)
- ο κανόνας
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | rule |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rules |
αόριστος | ruled |
παθητική μετοχή | ruled |
ενεργητική μετοχή | ruling |
rule (en)
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]rule (de)