κυβερνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυβερνώ < αρχαία ελληνική κυβερνάω / κυβερνῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷerb- (στρέφω) ή προελληνική ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gouverner < λατινικά guberno < αρχαία ελληνική κυβερνῶ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κυβερνώ (παθητική φωνή: κυβερνιέμαι & κυβερνώμαι)
- έχω την εκτελεστική εξουσία σε μια κρατική οντότητα, τη διοικώ
- είμαι υπεύθυνος κι έχω τον έλεγχο ενός πλεούμενου
- (μεταφορικά) κατευθύνω, εξουσιάζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυβερνάω - κυβερνώ | κυβερνούσα | θα κυβερνάω - κυβερνώ | να κυβερνάω - κυβερνώ | κυβερνώντας | |
β' ενικ. | κυβερνάς | κυβερνούσες | θα κυβερνάς | να κυβερνάς | κυβέρνα - κυβέρναγε | |
γ' ενικ. | κυβερνάει - κυβερνά | κυβερνούσε | θα κυβερνάει - κυβερνά | να κυβερνάει - κυβερνά | ||
α' πληθ. | κυβερνάμε - κυβερνούμε | κυβερνούσαμε | θα κυβερνάμε - κυβερνούμε | να κυβερνάμε - κυβερνούμε | ||
β' πληθ. | κυβερνάτε | κυβερνούσατε | θα κυβερνάτε | να κυβερνάτε | κυβερνάτε | |
γ' πληθ. | κυβερνάν(ε) - κυβερνούν(ε) | κυβερνούσαν(ε) | θα κυβερνάν(ε) - κυβερνούν(ε) | να κυβερνάν(ε) - κυβερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυβέρνησα | θα κυβερνήσω | να κυβερνήσω | κυβερνήσει | ||
β' ενικ. | κυβέρνησες | θα κυβερνήσεις | να κυβερνήσεις | κυβέρνα - κυβέρνησε | ||
γ' ενικ. | κυβέρνησε | θα κυβερνήσει | να κυβερνήσει | |||
α' πληθ. | κυβερνήσαμε | θα κυβερνήσουμε | να κυβερνήσουμε | |||
β' πληθ. | κυβερνήσατε | θα κυβερνήσετε | να κυβερνήσετε | κυβερνήστε | ||
γ' πληθ. | κυβέρνησαν κυβερνήσαν(ε) |
θα κυβερνήσουν(ε) | να κυβερνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυβερνήσει | είχα κυβερνήσει | θα έχω κυβερνήσει | να έχω κυβερνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυβερνήσει | είχες κυβερνήσει | θα έχεις κυβερνήσει | να έχεις κυβερνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυβερνήσει | είχε κυβερνήσει | θα έχει κυβερνήσει | να έχει κυβερνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυβερνήσει | είχαμε κυβερνήσει | θα έχουμε κυβερνήσει | να έχουμε κυβερνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυβερνήσει | είχατε κυβερνήσει | θα έχετε κυβερνήσει | να έχετε κυβερνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυβερνήσει | είχαν κυβερνήσει | θα έχουν κυβερνήσει | να έχουν κυβερνήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυβερνώ
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)