χάρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χάρακας | οι | χάρακες |
γενική | του | χάρακα | των | χαράκων |
αιτιατική | τον | χάρακα | τους | χάρακες |
κλητική | χάρακα | χάρακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χάρακας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάραξ (πάσσαλος)[1], θέμα χαρακ-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈxa.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐ρα‐κας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάρακας αρσενικό
- εργαλείο για τη χάραξη ευθειών και τη μέτρηση ευθυγράμμων τμημάτων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
χαρακ- χαραγ-, χαραξ-
χαρακ- χαραγ-, χαραξ-
θέμα με χαρακ-
- απαραχάρακτα (επίρρημα)
- απαραχάρακτος
- αχάρακτα (επίρρημα)
- αχάρακτος
- αχαράκωτα (επίρρημα)
- αχαράκωτος
- εγχαρακτικός
- παραχαρακτικός
- περιχαρακωμένος
- περιχαρακώνω, περιχαρακώνομαι
- περιχαράκωση
- χαρακάκι (υποκοριστικό)
- Χάρακας
- χαράκι
- χαρακιάζω
- χαρακιασμένος
- χαρακίδα
- χαρακτήρας & συγγενικά
- χαράκτης & σύνθετα
- χαρακτικός & συγγενικά
- χαρακτός & σύνθετα -χάρακτος
- χαράκτρια & σύνθετα
- χάρακτρο
- χαράκωμα
- χαρακωμένος
- χαρακώνω, χαρακώνομαι
- χαράκωση
- χαρακωτός
θέμα με χαρακ- + σ > χαραξ- |
θέμα με χαρακ- > χαραγ-
|
θέμα με χαρασσ-
θέμα με χαραζ-
|
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- χάρακας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χάρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)