χαράκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαράκωμα < χαρακώνω + -μα < χάρακας + -ώνω < αρχαία ελληνική χάραξ
- χαράκωμα < αρχαία ελληνική χαράκωμα < χαρακόω / χαρακῶ < χάραξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαράκωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω
- όρυγμα στο οποίο οχυρώνονται στρατιώτες κατά τη μάχη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαράκωμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαράκωμα ουδέτερο
- στρατόπεδο οχυρωμένο με πασσάλους
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)