tranchée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tranchée tranchées

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tranchée (fr) θηλυκό

Μετοχή[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tranchée tranchées

tranchée (fr) θηλυκό

  1. → δείτε τη λέξη trancher