trench
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trench | trenches |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trench (en)
- η τάφρος, το χαντάκι, μια μακριά, βαθιά τρύπα σκαμμένη στο έδαφος
- το χαράκωμα, το όρυγμα, τάφρος που χρησιμεύει ως οχύρωμα στο πεδίο της μάχης
- ↪ trench warfare - πόλεμος χαρακωμάτων
- ↪ In the first days of the exercise, the soldiers must be trained in building trenches.
- Τις πρώτες μέρες της άσκησης οι στρατιώτες πρέπει να εκπαιδευτούν στην κατασκευή ορυγμάτων.