πάσσαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάσσαλος οι πάσσαλοι
      γενική του πασσάλου
πάσσαλου
των πασσάλων
    αιτιατική τον πάσσαλο τους πασσάλους
πάσσαλους
     κλητική πάσσαλε πάσσαλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάσσαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάσσαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάσσαλος αρσενικό

  • ξύλινη, μεταλλική (ή κι από άλλα υλικά) μακρόστενη κατασκευή με μυτερή άκρη, που χρησιμοποιείται για να περιφράξουμε κάτι ή γενικά στην οικοδομική
  1. χοντρό ραβδί από ξύλο ή από μέταλλο που η άκρη του είναι μυτερή
  2. συνώνυμο του παλούκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάσσαλος οἱ πάσσαλοι
      γενική τοῦ πασσάλου τῶν πασσάλων
      δοτική τῷ πασσάλ τοῖς πασσάλοις
    αιτιατική τὸν πάσσαλον τοὺς πασσάλους
     κλητική ! πάσσαλε πάσσαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πασσάλω
γεν-δοτ τοῖν  πασσάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάσσαλος < πήγνυμι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάσσαλος αρσενικό

  1. ξύλινο καρφί σε τοίχο για κρέμασμα αντικειμένων
    ※  οὐδὲ τῶν ἐν κήποις φεισάμενον σευτλίων [αντί τευτλίων], ὡς τὸ δὴ λεγόμενον μηδὲ πάσσαλόν μοι καταλιπεῖν (Λουκαινός, Δίκη συμφώνων, 9. 2-3
    λείπει η μετάφραση
  2. σφήνα για να ανοίγουν τρύπες
  3. (μεταφορικά) ανάξιος λόγου
  4. (μεταφορικά) η πόσθη

Πηγές[επεξεργασία]