πασσάλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασσάλωση | οι | πασσαλώσεις |
γενική | της | πασσάλωσης* | των | πασσαλώσεων |
αιτιατική | την | πασσάλωση | τις | πασσαλώσεις |
κλητική | πασσάλωση | πασσαλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πασσαλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασσάλωση < πασσαλώνω + -ση < ελληνιστική κοινή πασσαλόω < αρχαία ελληνική πάσσᾰλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασσάλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πασσαλώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πασσάλωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)