μηδέ πάσσαλον καταλείπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηδὲ πάσσαλον καταλείπω (ελληνιστική κοινή) < → δείτε τις λέξεις μηδέ, πάσσαλον, πάσσαλος και καταλείπω

Έκφραση

[επεξεργασία]

μηδὲ πάσσαλον καταλείπω (ελληνιστική κοινή)