Μετάβαση στο περιεχόμενο

incision

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
incision incisions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incision (fr) θηλυκό