norm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]norm (en)
- ο κανόνας
- (μαθηματικά) η νόρμα, μία συνάρτηση που ορίζεται πάνω σε ένα διανυσματικό χώρο και η οποία αναθέτει ένα μη αρνητικό πραγματικό αριθμό σε κάθε διάνυσμα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Norm_(mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια