norma
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]norma (en)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
norma | norme |
norma (it)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]norma (la) πληθυντικός : normae