normal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
normal (en)
- κανονικός, σύμφωνος με κάποιους κανόνες
- κανονικός, συνηθισμένος, νορμάλ
- φυσιολογικός, υγιής
- φυσιολογικός, ομαλός, σύμφωνος με τις κοινωνικές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό ή ομαλό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- Normal School: σχολή που εκπαιδεύει δασκάλους, διδασκαλείο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | normal | normaux |
θηλυκό | normale | normales |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
normal (fr)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
normal | normales |
Επίθετο[επεξεργασία]
normal (es)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
normal | normais |
Επίθετο[επεξεργασία]
normal (pt)
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
normal (ro)
Επίρρημα[επεξεργασία]
normal (ro)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Επίθετα (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Επίθετα (πορτογαλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Επίθετα (ρουμανικά)
- Επιρρήματα (ρουμανικά)