standard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
standard < (κληρονομημένο) μέση αγγλική standard < παλαιά γαλλική estandart (τόπος συνάθροισης) < φραγκική *standahard → δείτε τις λέξεις stand και hard [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈstændəɹd/ & /ˈsteəndɚd/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός standard
συγκριτικός more standard
υπερθετικός most standard

standard (en)

  1. τυπικός, τυποποιημένος, συνηθισμένο ή κανονικό αντί να έχει ιδιαίτερα ή ασυνήθιστα χαρακτηριστικά
    a standard hairstyle/outfit - τυπικό χτένισμα/ντύσιμο
    He did a standard check, but didn’t go in depth.
    Έκανε έναν τυπικό έλεγχο, δεν προχώρησε σε βάθος.
    standard phrases - τυποποιημένες εκφράσεις
    standard machine parts - τυποποιημένα εξαρτήματα μηχανών
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις common και normal
  2. κανονικός, στάνταρ, για ένα μέγεθος ή μέτρο, που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο, για παράδειγμα, από μια βιομηχανία
    standard measures and weights - κανονικά μετρά και σταθμά
    a standard size - κανονικό μέγεθος
    the standard prices of goods - οι στάνταρ τιμές προϊόντων
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθιερωμένος, για ένα βιβλίο ή συγγραφέα που διαβάζεται από τους περισσότερους ανθρώπους που μελετούν ένα συγκεκριμένο θέμα
    standard authors - καθιερωμένοι συγγραφείς
    standard dictionaries - καθιερωμένα λεξικά
  4. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κοινά αποδεκτός, για την ορθογραφία, την προφορά, τη γραμματική κτλ. μιας γλώσσας που πιστεύεται ότι είναι σωστή και χρησιμοποιείται από τους περισσότερους ανθρώπους
    standard English/pronunciation - κοινά αποδεκτή αγγλική γλώσσα/προφορά

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
standard standards

standard (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πρότυπο, ο βαθμός, το υπόδειγμα, το μέτρο, ο καθιερωμένος, ένα επίπεδο ποιότητας, ειδικά το οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι αποδεκτό
    leading standards of reliability - κορυφαία πρότυπα αξιοπιστίας
    The foundation of the bridge was made according to internal standards.
    Η θεμελίωση της γέφυρας έγινε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
    We reached a high standard of efficiency.
    Φτάσαμε σε υψηλό βαθμό αποδοτικότητας.
    It’s a standard of industry.
    Είναι υπόδειγμα επιμέλειας.
    I am setting a high standard for somebody.
    Βάζω υψηλό μέτρο για κάποιον.
    HTML is the standard markup language for web pages.
    Η HTML είναι η καθιερωμένη γλώσσα σήμανσης για ιστοσελίδες.
  2. (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) τα στάνταρ, ένα επίπεδο ποιότητας που είναι φυσιολογικό ή αποδεκτό για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    He has very high standards.
    Έχει πολύ ψηλά στάνταρ.
    devices manufactured according to German standards - συσκευές κατασκευασμένες σύμφωνα με τα γερμανικά στάνταρ
  3. (μόνο πληθυντικός) τα μέτρα, ένα επίπεδο συμπεριφοράς που κάποιος θεωρεί ότι είναι ηθικά αποδεκτό
    I conform to the standards of society.
    Συμμορφώνομαι με τα μέτρα της κοινωνίας.
  4. (μετρήσιμο) το μέτρο, η μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται επίσημα
    I judge everyone by the same standard.
    Κρίνω όλους με το ίδιο μέτρο.
    Judging by that standard
    Αν κρίνουμε μ' αυτό το μέτρο
  5. (μετρήσιμο) η σημαία που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια επίσημων τελετών, ειδικά σημαία που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη στρατιωτική ομάδα
    the royal standard - η βασιλική σημαία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flag

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • standard στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. standard - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
standard standards

standard (fr) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

standard (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

standard (ro)