standard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

standard < (κληρονομημένο) μέση αγγλική standard < παλαιά γαλλική estandart (τόπος συνάθροισης) < φραγκική *standahard → δείτε τις λέξεις stand και hard [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈstændəɹd/ και /ˈsteəndɚd/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

standard (en)

  1. καθιερωμένος
    ※  HTML is the standard markup language for web pages. [2]
    Η HTML είναι η καθιερωμένη γλώσσα σήμανσης για ιστοσελίδες.
  2. πρότυπος
  3. τυποποιημένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

standard (en)

  1. αρχέτυπο
  2. πρότυπο, προδιαγραφή συνήθως στον πληθυντικό, υπόδειγμα
    leading standards of reliability - κορυφαία πρότυπα αξιοπιστίας
  3. καθιερωμένος, κανονικός, σταθερός, στερεότυπος, κλασικός
  4. βάση, βάθρο, κίονας, στύλος
  5. κοντάρι, κοντάρι σημαίας
  6. στήριγμα (μηχανής)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • standard στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. standard - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. (αγγλικά) HTML Tutorial. Αρχειοθέτηση 2020-11-05. Πρόσβαση 2020-11-06.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
standard standards

standard (fr) αρσενικό



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

standard (pl) αρσενικό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

standard (ro)